- ἀτραπός
- ἀτραπός, ἀτραπιτός, Fußsteig, Pfad
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
Wörterbuch altgriechisch-deutsch . 2010.
ἀτραπός — fem nom sg … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ατραπός — Ορεινός οικισμός (υψόμ. 880 μ., 174 κάτ.) του νομού Φλωρίνης. Βρίσκεται στα νότια της πόλης. Υπάγεται διοικητικά στον δήμο Περάσματος. * * * η (AM ἀτραπός, Α και ἀτραπός και ἀταρπιτός) στενό πέρασμα, μονοπάτι νεοελλ. (τοπογρ.) όρος που… … Dictionary of Greek
ατραπός — η πολύ στενός δρόμος, μονοπάτι: Στο χωριό οδηγούσε μονάχα μια ατραπός … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)
ἀταρπιτοί — ἀτραπός fem nom/voc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταρπιτοῦ — ἀτραπός fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταρπιτῶν — ἀτραπός fem gen pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταρπιτόν — ἀτραπός fem acc sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταρπιτός — ἀτραπός fem nom sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταρποῖς — ἀτραπός fem dat pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταρποί — ἀτραπός fem nom/voc pl (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
ἀταρποῦ — ἀτραπός fem gen sg (epic) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)